μναστήρ

μναστήρ
μναστήρ (-ήρ, -ῆρα), -ῆρες, -ῆρας.)
a courting ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors O. 1.80 pro subs.,

ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν P. 9.106

met., c. gen., ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in love with N. 1.16
b incentive for, summons to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153̆{6})

κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων P. 12.24

μναστὴρ στεφάνων (sc. ἀγών) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) I. 2.5

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μναστήρ — μναστήρ, ο, θηλ. μνάστειρα (Α) (δωρ. τ.) βλ. μνηστήρας …   Dictionary of Greek

  • μναστῆρ' — μνᾱστῆρα , μνηστήρ wooer fem acc sg (doric) μνᾱστῆρι , μνηστήρ wooer fem dat sg (doric) μνᾱστῆρε , μνηστήρ wooer fem nom/voc/acc dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μναστήρ — μνᾱστήρ , μνηστήρ wooer fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνηστήρας — ο (ΑΜ μνηστήρ, Α δωρ. τ. μναστήρ) 1. αυτός που έχει δεσμευτεί με κάποια γυναίκα με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, ο αρραβωνιαστικός («ἄνδρες παιδὸς τῆς ἐμῆς μνηστῆρες», Ηρόδ.) 2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να πετύχει κάτι νεοελλ. αυτός που προβάλλει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”