- μναστήρ
- μναστήρ (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.)a courting ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors O. 1.80 pro subs.,
ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν P. 9.106
met., c. gen., ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in love with N. 1.16b incentive for, summons to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153̆{6})κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων P. 12.24
μναστὴρ στεφάνων (sc. ἀγών) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) I. 2.5
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.